Ως αποβολή χαρακτηρίζεται η κατάσταση εκείνη που οδηγεί στην απώλεια της κυήσεως μέσα στους πρώτους τρεις μήνες. Πολλές αποβολές συμβαίνουν πριν καν επιβεβαιωθεί η κύηση. Το ποσοστό αποβολών φτάνει το 15% και στην πλειοψηφία τους δεν μειώνουν τις πιθανότητες επιτυχούς εγκυμοσύνης στο άμεσο μέλλον.
Οι καθ’ έξιν αποβολές αφορούν μόνο στο 1% – 2% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Επιστημονικά ο όρος χρησιμοποιείται όταν μια γυναίκα έχει 2-3 συνεχόμενες απώλειες κύησης πριν τις 20 εβδομάδες.
Ο μετεκπαιδευθείς σε θέματα αναπαραγωγής Μαιευτήρας Γυναικολόγος Δρ. Αραμπατζής Αναστάσιος, αναλόγως με το ιστορικό, την ηλικία και άλλα χαρακτηριστικά της γυναίκας, συστήνει συγκεκριμένες εξετάσεις ελέγχου, μετά την πρώτη, τη δεύτερη ή και την τρίτη αποβολή. Υποστηρίζει, ότι το σημαντικότερο είναι να μην καταπονηθεί, πρωτίστως ψυχολογικά, μία γυναίκα που λαχταρά να γίνει μητέρα, εάν τα αίτια που προκαλούν τις καθ΄έξιν αποβολές μπορούν να αντιμετωπιστούν εγκαίρως. Επισημαίνει ότι ακόμη και μετά 4 συνεχόμενες αποβολές η πιθανότητα επιτυχούς κύησης είναι 60%-65%.
Ο έλεγχος των καθ’ έξιν αποβολών περιλαμβάνει:
- Λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού.
- Κλινική και υπερηχογραφική εξέταση
- Ιστοπαθολογική εξέταση βιοψίας ενδομητρίου, η οποία λαμβάνεται κατά την διάρκεια διαγνωστικής υστεροσκόπησης.
- Χρωμοσωμικό και ειδικό ιστοπαθολογικό έλεγχο του υλικού της αποβολής. Ο έλεγχος αυτός είναι αναγκαίος διότι:
- Η πιο συχνή αιτία καθ΄ έξιν αποβολών (περίπου το 5-10% των ζευγαριών) έχουν κάποια γενετική ανωμαλία που προκαλεί χρωμοσωμική ανωμαλία του εμβρύου, ή μεταλλάξεις σε ένα ή περισσότερα γονίδια. Οι μεταλλάξεις αυτές μπορεί να κληροδοτηθούν από τους γονείς ή να προκύψουν αυθόρμητα στο έμβρυο.
- Συχνά η αποβολή σχετίζεται με ινομυώματα της μήτρας ή συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας.
- Ενδοκρινικές διαταραχές όπως ο διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός.
- Ορμονικές διαταραχές
- Λοιμώξεις από τοξόπλασμα ή η ιογενής λοίμωξη rubella
- Θρομβοφιλία
- Ορισμένες αυτοάνοσες ασθένειες όπως ο λύκος ή το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο.
Η θεραπεία για καθ΄ έξιν αποβολές που σχετίζονται με γενετικές ανωμαλίες εξαρτάται από την αιτία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν υπάρχει θεραπεία και το ζευγάρι θα πρέπει να κατανοήσει τους κινδύνους μελλοντικών κυήσεων. Τότε, μπορεί να επιλέξει άλλο τρόπο μείωσης του κινδύνου, όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) με προεμφυτευτική γενετική διάγνωση (PGD) για την επιλογή υγιών εμβρύων για εμφύτευση στη μήτρα.